- μικτοβαρής
- και μεικτοβαρής, -ές 1. αυτός που έχει μικτό, δηλαδή όχι καθαρό, βάρος2. το ουδ. ως ουσ. το μικτοβαρέςτο εμπόρευμα, στο βάρος τού οποίου υπολογίζεται και το βάρος τών μέσων συσκευασίας3. φρ. «μικτοβαρής στάθμιση» — ζύγισμα κατά το οποίο το βάρος τού εμπορεύματος υπολογίζεται μαζί με το βάρος τού δοχείου ή άλλης συσκευασίας μέσα στην οποία περιέχεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρός + -βαρής(< βάρος), πρβλ. λιπο-βαρής].
Dictionary of Greek. 2013.